- ὀρθοτέρη
- ὀρθόςstraightfem nom/voc comp sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
Βοιωτός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ποσειδώνα και της Άρνης, εγγονός του Κρόνου και του Αιόλου και αδελφός του Αιόλου του νεότερου. Έχτισε πόλη για να τιμήσει τη μητέρα του στη χώρα που ονομάστηκε από αυτόν Βοιωτία. II (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής από την… … Dictionary of Greek
Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
αγάλι — και αγάλια και αγαληνά και αγαλιανά επίρρ. 1. σιγά, ήρεμα (λέγεται συνήθως επαναληπτικά «αγάλι αγάλι», για επίταση τής σημασίας του) 2. βαθμιαία, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Στ. Ξανθουδίδη: γαληνά (γαληνός) > αγαληνά > αγάληνα > αγάλην… … Dictionary of Greek
αδμενίδες — ἀδμενίδες, αι (Α) οι δούλες (Ετυμολογικόν Μέγα στη λ., κατά τον Ζωναρά ορθότερη γραφή ἀδμωλίδες) … Dictionary of Greek
αμοραλισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δεν αναγνωρίζει το κύρος του ηθικού νόμου και διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει ηθική με αντικειμενικά και καθολικά κριτήρια. H γαλλική λέξη amoral, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποδηλώνει αυτόν που δεν μπορεί να κριθεί καλός ή… … Dictionary of Greek
αναχεντρώνω — (ή αναχαι ) 1. ορθώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου, ανατριχιάζω 2. (μέσ., ώνομαι) αγριεύω, σηκώνομαι απειλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε μάλλον από το χαίτη κατά τα ρήμ. σε ρώνω με ανάπτυξη και επένθεση τού ν πριν το τ γι’ αυτό ίσως ορθότερη… … Dictionary of Greek
βερίκοκο — το (Μ βερίκοκ(κ)ον και βερίκουκον και βερικόκ(κ)ιον και βιροκόκιον) ο καρπός της βερικοκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λέξεις, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι τα μσν. βερίκοκκον / βερικόκκιον αποτελούν μεταπλασμένους τύπους < πραικόκιον < λατ.… … Dictionary of Greek
βουρβουρύζω — (Μ βουρβουρύζω) είμαι γεμάτος, αφθονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βορβορύζω ορθότερη η γραφή με υ ] … Dictionary of Greek